- ἀναλγησίας
- ἀναλγησίᾱς , ἀναλγησίαwant of feelingfem acc plἀναλγησίᾱς , ἀναλγησίαwant of feelingfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
безболѣзниѥ — БЕЗБОЛѢЗНИ|Ѥ (3*), ˫А с. Бесчувственность; беспечность: Страстии всѣхъ сего прѣмѣнена оубо таковыи дѣтищь и безболѣзни˫а и славохоти˫а. и зависти и свары (ἀπονοίας!) ПНЧ 1296, 31 об.; надъмень˫а безболѣзнь˫а възнесъ(с) на высоты невидимоу. (τῆς… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αναλγητικά — Φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη συμπτωματική αντιμετώπιση του άλγους, δηλαδή του πόνου. Τα α. είναι διαφόρων κατηγοριών. Τα ειδικά α. είναι φάρμακα που με τις ενέργειές τους είτε εμποδίζουν τις αλγογόνες ουσίες να ερεθίσουν τις νευρικές… … Dictionary of Greek